- εφεσπερος
- ἐφέσπεροςἐφ-έσπερος2лежащий на западе, западный
(χῶρος Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χῶρος Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εφέσπερος — ἐφέσπερος, ον (Α) δυτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕσπερος «δυτικός»] … Dictionary of Greek
ἐφέσπερον — ἐφέσπερος western masc/fem acc sg ἐφέσπερος western neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσπέρα — η (AM ἑσπέρα, Α ιων. τ. ἑσπέρη) 1. (ενν. ώρα) το τέλος τής ημέρας, το χρονικό διάστημα από τη δύση τού ηλίου μέχρι να επικρατήσει το νυχτερινό σκοτάδι (ή και ακόμη περισσότερο) 2. (ενν. χώρα) το δυτικό μέρος τού ορίζοντα, η δύση μσν. νεοελλ. φρ.… … Dictionary of Greek
εφεσπερεύω — ἐφεσπερεύω (Α) [εφέσπερος] αγρυπνώ, ξαγρυπνώ (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν «ἑσπέρας ἐγρηγορῶ») … Dictionary of Greek